- μήστωρ
- μήστωρ, -ορος και -ωρος, ὁ (Α)1. (για τον Δία) αυτός που προνοεί, συμβουλεύει ή εποπτεύει («Ζῆν' ὕπατον μήστωρ' ούδ' εἰ μάλα πολλὰ κάμοιτε», Ομ. Ιλ.)2. (ιδίως για τον Πρίαμο) αυτός που διακρίνεται για τη φρόνησή του και για τις συνετές αποφάσεις του3. αυτός που είναι έμπειρος σε κάτι και ιδίως στη μάχη, ο εμπειροπόλεμος4. αυτός που είναι άξιος να μηχανεύεται ή να σοφίζεται κάτι5. επιτήδειος βοηθός χειρουργού6. ως κύριο όν. Μήστωρένας από τους ήρωες τής Ιλιάδας.[ΕΤΥΜΟΛ. < *μήδ-τωρ < θ. μηδ- τού μήδομαι «έχω στον νου μου, τεχνάζομαι» με συριστικοποίηση τού -δ- προ τού -τ- (πρβλ. πιστός < *πιθ-τός). Ο τ. εμφανίζεται ως β' συνθετικό σε ανθρωπωνύμια σε -μήστωρ (πρβλ. Αγο-μήστωρ, Θεο-μήστωρ, Λεω-μήστωρ, Πολυ-μήστωρ) καθώς και σε θηλ. σε -μήστρα (πρβλ. Κλυται-μήστρα, Υπερ-μήστρα)].
Dictionary of Greek. 2013.